μοιχείας

μοιχείας
μοιχείᾱς , μοιχεία
adultery
fem acc pl
μοιχείᾱς , μοιχεία
adultery
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • видъ — ВИД|Ъ (131), А с. 1.Внешний вид, облик, наружность кого л., чего л.: Платонъци. б҃а и вещь и видъ. и миръ рожденъ и тьлѣньнъ соущь рекоша. д҃шю же неро||женоу и бесъмьртьноу. (εἶδος) КЕ XII, 250 251; вѣси ли прѣподобниче кто ѥсмь азъ. занѥ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • γαϊδουρογυρίζω — 1. διαπομπεύω κάποιον, συνήθως ένοχο μοιχείας, δεμένο απάνω σε γάιδαρο 2. βρίζω, εξευτελίζω …   Dictionary of Greek

  • εξαπατώ — (AM ἐξαπατῶ, άω) (επιτ. τ. τού απατῶ, συχνά και χωρίς επιτ. σημ.) 1. ξεγελώ, κοροϊδεύω, δολιεύομαι, παραπλανώ (α. «τόν εξαπατά με υποσχέσεις» β. «ἐμέ δ ἐξηπάτησεν Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.) 2. (για γυναίκα) με απατηλές υποσχέσεις παρασύρω, ξεπλανώ,… …   Dictionary of Greek

  • κατάμοιχος — κατάμοιχος, ὁ (Α) αυτός που έχει επανειλημμένα διαπράξει το αδίκημα τής μοιχείας …   Dictionary of Greek

  • κεράτωμα — (I) το ιατρ. κεράτωση τού δέρματος με όψη όγκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratoma]. (II) το [κερατώνω] η διάπραξη μοιχείας ή το να γίνει κάποιος κερατάς …   Dictionary of Greek

  • κεράτωση — (I) η ιατρ. κάθε έπαρμα τού δέρματος που προέρχεται από υπερβολική ανάπτυξη τής κεράτινης στιβάδας τής επιδερμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratosis]. (II) η (Μ κεράτωσις) [κερατώνω] το κεράτωμα, η διάπραξη μοιχείας …   Dictionary of Greek

  • μοίχιος — μοίχιος, ία, ον (Α) [μοιχός] μοιχικός, αυτός που σχετίζεται με πράξη μοιχείας ή που γεννήθηκε με μοιχεία …   Dictionary of Greek

  • μοιχοελέγκτης — μοιχοελέγκτης, ὁ (Μ) αυτός που ελέγχει το έγκλημα τής μοιχείας ή τους μοιχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ἐλεγκτής] …   Dictionary of Greek

  • μοιχοσύστατος — μοιχοσύστατος, ον (Μ) συνήγορος τής μοιχείας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + σύστατος (< συνίστημι «συμπράττω με κάποιον»), πρβλ. αρτιο σύστατος] …   Dictionary of Greek

  • μοιχουργός — μοιχουργός, ὁ (Μ) ο πρωτουργός μοιχείας ή αυτός που βοηθεί, που συνεργεί στη μοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ουργός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”